- ονοματοδοσία
- η1. (νομ.) απόδοση κύριου ονόματος στο τέκνο με κοινή δήλωση τών γονέων στον ληξίαρχο που είναι αρμόδιος και για την καταχώριση τής γέννησης τού τέκνου2. εκκλ. η ονοματοθεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονοματοθεσία — η (Μ ὀνοματοθεσία) [ονοματοθέτης] καθορισμός ονόματος, ονομασία νεοελλ. 1. βάπτισμα, απονομή ονόματος 2. καθιέρωση και χρήση ειδικών επιστημονικών και τεχνικών όρων στη γλώσσα («ονοματοθεσία φυτών») 3. εκκλ. η μικρή ιερή ακολουθία που τελούνταν… … Dictionary of Greek
δεκάτη — Φόρος που είχε επιβληθεί από τον Πεισίστρατο στα αγροτικά προϊόντα των Αθηναίων και αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο της παραγωγής τους. Οι Πεισιστρατίδες μείωσαν τον φόρο αυτό στο ένα εικοστό. Αργότερα, ο Ξενοφών επέβαλε τη φορολογία στους… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek